τορπιλ(λ)ητικός

τορπιλ(λ)ητικός
-ή, -ό, Ν [τορπιλ(λ)ητής]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τορπιλητή ή στην τορπίλη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”